ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ
ΤΡΕΙΣ ΚΑΝΟΝΕΣ ΜΕ ΤΟ ΠΩΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΙΛΑΜΕ
ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΚΑΘΥΣΤΕΡΙΣΗ ΛΟΓΟΥ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΑΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΤΗΝ ΕΝΘΑΡΡΥΝΟΥΜΕ
Γιατί αυτοί οι τρεις κανόνες είναι σημαντικοί
Φανταστείτε τον εαυτό σας όταν μαθαίνετε μια ξένη γλώσσα. Βρίσκεστε ξαφνικά σε μια ξένη χώρα, χωρίς μεταφραστή. Ποια είναι τα τρία πράγματα που θα σας βοηθήσουν να μάθετε την καινούργια γλώσσα πιο γρήγορα; Μπορείτε να δείτε την ανάγκη αυτών των τριών κανόνων. Θα σας βοηθούσε περισσότερο αν οι ντόπιοι χρησιμοποιούσαν πιο μικρές προτάσεις, δεν θα βοηθούσε καθόλου να σας έκαναν συνεχής ερωτήσεις. Και χωρίς να σας δείξουν με νοήματα τι εννοούν.
Ας ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά:
Χρησιμοποιήστε μικρές προτάσεις. Μπορείτε να επικοινωνήσετε με το παιδί και να του δώσετε να καταλάβει τι λέτε, χρησιμοποιώντας μικρότερες προτάσεις.
Π.χ.
Βασικός κανόνας: χρησιμοποιούμε πάντα 1-3 λέξεις περισσότερες από αυτές που μπορεί να χρησιμοποιεί στο καθημερινό του λεξιλόγιο.
Κάνουμε λιγότερες ερωτήσεις.
Σχεδόν κάθε γονέας ή φροντιστής χρησιμοποιεί και κάνει πολλές ερωτήσεις στο παιδί. Οι περισσότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούν τις ερωτήσεις ως μέσο διδασκαλίας για την εκμάθηση νέου λεξιλογίου.
«Τι χρώμα είναι αυτό;»
«Πως κάνει η αγελάδα;»
«Πόσα ζώα είναι εκεί;»
Κάνοντας ερωτήσεις και δίνοντας από μόνοι μας την απάντηση, είναι ο φυσιολογικός τρόπος αλληλεπίδρασης με ένα μωρό. Πολλοί γονείς, σε όλο τον κόσμο το κάνουν αυτό. Όμως, το παιδί σιγά-σιγά μεγαλώνει και αρχίζει να κατανοεί περισσότερο τη γλώσσα, έτσι, δεν μπορούμε ακόμα να μιλάμε πολύ γιατί το παιδί θα αρχίσει να αισθάνεται ότι είναι υπό δοκιμή χάνοντας στον τομέα της επικοινωνίας. Κάνοντας ερωτήσεις, είναι ο καλύτερος τρόπος για να αξιολογήσουμε το λεξιλόγιο του παιδιού, όμως δεν είναι και ο καλύτερος τρόπος για να του διδάξουμε το λεξιλόγιο.
Χρησιμοποιώντας ένα νέο λεξιλόγιο, με ενδιαφέρον και ουσιαστικό τρόπο, είναι ένας καλύτερος τρόπος για να το διδάξουμε. Κάνοντας ερωτήσεις που δεν μπορεί το παιδί να απαντήσει, δεν είναι ο ιδανικός τρόπος για να διδάξουμε το νέο λεξιλόγιο. Οι ενήλικες μπορεί να κάνουν ερωτήσεις για να ανοίξουν μια συζήτηση.
«Πόσο χρονών είσαι;»
«Που πας σχολείο;»
«Που το βρήκες αυτό το ωραίο αυτοκινητάκι;»
Ο τρόπος αυτός είναι πολύ καλός για τα παιδιά που έχουν καλή λεκτική επικοινωνία. Δεν συνίσταται όμως, σε παιδιά που υστερούν σε αυτήν κάνοντας το παιδί να μην μπορεί να απαντήσει και με συνέπεια να αισθάνεται άσχημα.
Εάν πρόκειται να κάνετε ερωτήσεις , κάντε μια πραγματικά αληθινή ερώτηση. Σε φυσιολογικές καθημερινές συζητήσεις ρωτήστε το παιδί μόνο σε ένα ερώτημα, όπου το παιδί μπορεί να ξέρει την απάντηση ενώ εσείς όχι. «Θέλεις χυμό ή γάλα;». Αυτή είναι μια πολύ καλή και αληθινή ερώτηση. «Τι χρώμα είναι αυτό;». Κάνουμε αυτή την ερώτηση ενώ ξέρουμε ότι το παιδί μπορεί να γνωρίζει την σωστή απάντηση.
Δείξτε στο παιδί σας τι εννοείτε
Παιδιά που έχουν δυσκολία στην κατανόηση της γλώσσας συχνά παρακολουθούν προσεκτικά αυτό που κάνουν οι άλλοι. Τουλάχιστον, όταν τους ενδιαφέρει αυτό. Αν θέλετε να δείξετε κάτι στο παιδί μπορείτε να πείτε «Κοίτα! Θα σου δείξω κάτι». Έτσι το παιδί μαθαίνει με το που ακούει την λέξη « Κοιτά» να παρατηρεί τι είναι αυτό που θα κάνετε μετά.
Μπορείτε ακόμα να υποδείξετε στο παιδί αυτό που του λέτε π.χ. «Εδώ είναι ο χυμός», «Η μαμά θα βάλει λίγο χυμό», «Λίγο, όχι πολύ», «Ω! θέλεις περισσότερο», «Η μαμά θα βάλει περισσότερο χυμό». «Είσαι διψασμένος! Η μαμά θα σου βάλει πολύ». Αυτή η στρατηγική είναι να μιλάμε για το τι κάνουμε εμείς και τα πράγματα. Μιλάμε στο παιδί στο τρίτο πρόσωπο. Αποκαλώντας τον εαυτό μας η «μαμά» ή ο «μπαμπάς». Από το να χρησιμοποιούμε το «Εγώ». Γιατί μερικά παιδιά με μη λεκτική επικοινωνία συχνά μπερδεύονται με το ποιος «Εγώ», «Εσύ».