ΗΧΟΛΑΛΙΑ
Τελικά, είναι καλό ένα παιδί με διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή να ηχολαλεί ή όχι;
Όπως και να ΄χει, πρωταρχικός μας στόχος είναι να καταφέρουμε να μετατρέψουμε την ηχολαλία σε επικοινωνία.
Η ηχολαλία είναι ένα από τα βασικότερα προβλήματα που παρουσιάζονται σε παιδιά με διάχυτη αναπτυξιακή διαταραχή. Χωρίζεται σε άμεση ή καθυστερημένη. Οι δύο τύποι αν και παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες διαφοροποιούνται μεταξύ τους στα εξής σημεία:
στην ακεραιότητα της επανάληψης
στον βαθμό κατανόησης της επανάληψης
και στην παρουσία ή την απουσία της πρόθεσης.
Η άμεση ηχολαλία συμβαίνει άμεσα τη στιγμή που λέγονται τα λόγια από κάποιο δεύτερο άνθρωπο που παρευρίσκεται εκείνη τη στιγμή. Τα λόγια αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν με σκοπό την αλληλεπίδραση. Υποψιαζόμαστε ότι οι λειτουργίες της άμεσης ηχολαλίας είναι να επεξεργαστεί τη σημασία των λέξεων ή να επιβεβαιώσει ότι έλαβε το μήνυμα χωρίς να έχει καταλάβει το περιεχόμενο.
Η άμεση ηχολαλία συμβαίνει ή έπεται μιας ερώτησης την οποία δεν καταλαβαίνει το παιδί, αλλά για την οποία ερώτηση όμως, γνωρίζει ότι πρέπει να απαντήσει. Όπου το παιδί να επανέλαβε μόνο μια λέξη η οποία προκάλεσε τη δυσκολία.Την αντιμετώπιση της ηχολαλίας γενικότερα, είναι λάθος να την εμποδίσουμε.
Σκοπός της ηχολαλίας είναι να μετατραπεί σε επικοινωνιακή ομιλία.
Ο ενήλικας είναι αυτός που πρέπει να απαντάει στην ηχολαλική ερώτηση ακόμα και αν έχει αναφερθεί σε αυτόν. Μοντελάρουμε την απάντηση και δίνουμε στο παιδί την ευκαιρία να δει μια επιθυμητή ανταπόκριση:
π.χ. Ενήλ: Θέλεις μπισκότο;
Παιδί: Θέλεις μπισκότο;
Ενήλ: Ναι, θέλω μπισκότο! (όπου ο ενήλικας παίρνει κατευθείαν ένα μπισκότο και το δαγκώνει) Ενήλ: Θέλεις μπισκότο; (όπου ο ενήλικας ρωτάει το παιδί αν θέλει και αυτό μπισκότο)
Εάν δούμε ότι το παιδί δυσκολεύεται στις προσωπικές αντωνυμίες τότε για παράδειγμα λέμε:
Ενήλ: Εγώ, η μαμά θέλω μπισκότο. Εσύ, ο Ανδρέας θέλεις μπισκότο; Καθώς προφέρουμε τις προσωπικές αντωνυμίες και τα πρόσωπα ακουμπάμε την παλάμη μας στο στήθος και του δείχνουμε τα αντίστοιχα πρόσωπα. Η ηχολαλία αργότερα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως τρόπος εκμάθησης των αντωνυμιών.
Υπάρχουν παιδιά που ξέρουν να διαβάζουν (υπερλεξία) ή είναι υψηλής λειτουργικότητας. Αν το παιδί διαβάζει, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε οπτικές αναφορές ή οπτικά ερεθίσματα (εικόνες η σκίτσα) όπου θα συνοδεύουν τη δική μας ερώτηση, π.χ .έτοιμες γραμμένες προτάσεις σε εικόνες «Ναι, θέλω μπισκότο» ή «Ναι, παρακαλώ»
Ψιθυρίζοντας τη σωστή απάντηση, ενώ μιλάμε με το παιδί και ακουμπάμε το χέρι του στο στήθος «Ναι, εγώ ο Ανδρέας, θέλω μπισκότο». Και στη συνέχεια του δίνουμε το μπισκότο.
Άλλος τρόπος είναι καθώς έχουμε κάνει την ερώτηση, ψιθυρίζουμε γρήγορα το πρώτο μέρος της απάντησης κάνοντας παύση και περιμένοντας από το παιδί να ολοκληρώσει την απάντηση «Ναι, παρα…»
Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να μάθουμε στο παιδί το νόημα, όταν ξεκινάμε μια ερώτηση με το «γιατί», ξεκινάμε να απαντάμε με τη λέξη «γιατί…»
Επαναλαμβάνουμε για να μάθουμε στο παιδί και την αρνητική απάντηση «Όχι, εγώ δεν θέλω μπισκότο» ή «Όχι, ευχαριστώ».
Η καθυστερημένη ηχολαλία παρουσιάζεται σε μεγαλύτερη συχνότητα απ ό,τι η άμεση. Μπορεί να συμβεί σε μέρες, μήνες ή ακόμα και χρόνια, αφού έχει ακουστεί η φράση. Αυτά που επαναλαμβάνουν τα παιδιά συνήθως έχουν μεγάλο συναισθηματικό αντίκτυπο γι αυτά. Υπάρχουν παιδιά που χρησιμοποιούν την ηχολαλία σε περιπτώσεις που χρειάζεται και την κατάλληλη ώρα. Ότι και αν λένε την ώρα που ηχολαλούν, δεν είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της νοημοσύνης τους. Δεν έχουν αίσθηση των όσων λένε. Μπορεί να τα έχουν ακούσει από κάποιον ή από την τηλεόραση και να τα επαναλαμβάνουν χωρίς να καταλαβαίνουν το νόημα.
π.χ. Παιδί: «Είναι ώρα να πάμε έξω να παίξουμε» (πρόταση που έχει ακουστεί από κάποιον άλλο στο παρελθόν). Ενήλ: « Ω! Θέλεις να πάμε έξω. Ωραία, πάμε έξω τώρα» (ο ενήλικας πρέπει οπωσδήποτε να αφήσει το παιδί να πάει έξω να παίξει έστω και για λίγο). Ακόμα και αν το παιδί τραβάει τον ενήλικα από το χέρι και δεν θέλει να πάει έξω απλά το είπε και δεν το εννοούσε. Εκείνη την ώρα ο ενήλικας επαναλαμβάνει: «Ώρα να πάμε έξω, εσύ το είπες, πάμε έξω τώρα. Δίνουμε μερικά δευτερόλεπτα για να ανταποκριθεί λεκτικά το παιδί, και το αφήνουμε να βγει έξω σε λίγο, είτε απαντήσει είτε όχι.
Με τον ίδιο τρόπο αντιδράμε και όταν απλά καταλάβουμε ότι το παιδί πεινάει ή θέλει κάτι και περιμένει χωρίς να πει κάτι πχ. «Ώρα να πάμε για φαγητό τώρα», και περιμένουμε να ανταποκριθεί για μερικά δευτερόλεπτα.
Αποφεύγουμε να ρωτάμε το παιδί: «Κατάλαβες;», «Τι σου είπα;», «Τι τον ρωτήσαμε;», ή «Τι είπε;».
Για να δούμε αν κατάλαβε κάτι το παιδί, μπορούμε να κάνουμε ερωτήσεις ανοιχτού τύπου πχ. «Τι θα κάνεις;», «Πως θα το κάνεις αυτό;» , «Δείξε μου τι θα κάνεις»
Πχ. κάποιο παιδί μπορεί να επαναλαμβάνει το spot μιας διαφήμισης (πχ. μπισκότου) όταν θέλει να φάει ένα snack όχι απαραίτητα μπισκότο. Τότε ο ενήλικας πρέπει να πει: «Πεινάς και θέλεις ένα snack; (όχι απαραίτηταμπισκότο). Μπορείς να πεις . «Πεινάω. Θέλω να φάω πατατάκια», δείχνοντας τα πατατάκια ή μια εικόνα με πατατάκια ή ακόμα και τη λέξη γραμμένη.
Πρέπει να κρατάμε σημειώσεις με τις αντιδράσεις του παιδιού ώστε να μπορέσουμε να προβλέψουμε ή ακόμα και να ερμηνεύσουμε τις μετέπειτα αντιδράσεις σε περιόδους «κοιλιάς», μετά από γιορτές/αργίες ή τις καλές επιδόσεις του παιδιού. Καθώς η οικογενειακή κατάσταση μπορεί να επηρεάζει το παιδί.
Το παιδί ενδέχεται ,να είναι παγιδευμένο σε αυτή τη φάση και να μην ξέρει πως να το σταματήσει. Ενδέχεται επίσης να είναι μία έγκλιση για επεξήγηση αλλά να μην ξέρει πως να τη διαμορφώσει. Όπως και να αντιδράσουμε (είτε με το να απαντήσουμε, είτε όχι) επαναφέρουμε το παιδί στην τάξη λέγοντας του ότι θα μιλήσουμε για αυτά αργότερα.
Εφαρμόζοντας τις παραπάνω στρατηγικές αντιμετώπισης της ηχολαλίας, σύντομα θα έχετε μια καλύτερη επικοινωνιακή αλληλεπίδραση με το παιδί σας.
Για οποιαδήποτε πληροφορία ή διευκρίνιση σχετικά με το άρθρο, μη διστάσετε να εποικοινωνήσετε μαζί μας στο email:info@dromostoulogou.gr.